νοερῆς

νοερῆς
νοερός
intellectual
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιαστί — (I) ΝΜΑ επίρρ. σε σχήμα Χ, σταυροειδώς (| νεοελλ. φρ. «χιαστί επικοινωνία» (στον πνευματισμό) είδος νοερής επικοινωνίας μεταξύ ατόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιαστός (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ἀτιμωρητ ί)]. (II) Α επίρρ. κατά τον τρόπο τών Χίων, όπως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”